Χαμηλές προσδοκίες.

Alexis Tsipras gestures during a cabinet meeting

του Πάσχου Μανδραβέλη

Ζούμε σε εποχή χαμηλών προσδοκιών. Λογικό, διότι έχουμε αυτήν την κυβέρνηση. Ολοι ήξεραν και πριν από τις εκλογές πως ο κ. Αλέξης Τσίπρας και η παρέα του δεν είναι ικανοί διαχειριστές. Εξάλλου, οι περισσότεροι υπουργοί, πριν καθίσουν στις καρέκλες της εξουσίας δεν είχαν διοικήσει ούτε περίπτερο. Επομένως, δεν υπάρχει λογικός άνθρωπος που θα μπορούσε να περιμένει κάποια αποτελεσματικότητα, από εκείνους που έφαγαν τη ζωή τους αναλογιζόμενοι αν η επανάσταση παράγει δίκαιο. Σε κάποιο καφενέ, εννοείται…

Ο κ. Τσίπρας δεν έγινε πρωθυπουργός για να αντιμετωπίσει προβλήματα της καθημερινότητας. Υπερψηφίστηκε από το ένα τρίτο του ελληνικού λαού ως καταφερτζής. Ο ΣΥΡΙΖΑ, κατά ένα –όχι και τόσο περίεργο– τρόπο έπεισε ότι θα πήγαινε στις Βρυξέλλες με τα πουκάμισα έξω και οι Ευρωπαίοι θα τρόμαζαν από το μέγεθος της πολιτικής του βούλησης. Σύμφωνα με το σενάριο, οι εταίροι σκιαγμένοι από τις θεωρίες περί «νέας Ευρώπης» θα μας έδιναν –και χωρίς να ρωτούν πολλά πολλά– όσα ζητούσαμε για να έχουμε ζωή χαρισάμενη. Φυσικά δεν τα κατάφεραν. Εμαθαν κατόπιν του πανηγυριού που οι ίδιοι έστησαν, πως πολλοί στην Ευρώπη θα χαίρονταν αν υλοποιούσαν τις απειλές τους για Grexit. Η οικονομία γονάτισε, κατά την εξάμηνη διαπραγμάτευση, αλλά τουλάχιστον στο χείλος του γκρεμού έκαναν στροφή 180 (και ουχί 360) μοιρών.

Ο δεύτερος λόγος για τις χαμηλές προσδοκίες του ελληνικού λαού είναι οι υψηλές προσδοκίες που είχε πριν από την κρίση. Οι πολίτες δεν διαμαρτύρονται πλέον γοερώς, διότι μπαΐλντισαν από την πολλή διαμαρτυρία των προηγούμενων χρόνων. Η αλήθεια είναι ότι προ δεκαετίας ή δεκαπενταετίας, υπήρχε βοή διαμαρτυρίας στα κανάλια ακόμη και όταν είχαμε το ένα δέκατο των σημερινών προβλημάτων. Με τις πρώτες νιφάδες του χιονιού άρχιζαν οι οιμωγές: «μα πού είναι το κράτος;». Το ρωτούσαν ακόμη και εκείνοι που παρά τις προειδοποιήσεις της Τροχαίας έβγαιναν χωρίς αλυσίδες και χιονολάστιχα στους δρόμους και μετά περίμεναν κάποιο κανάλι να πουν τον πόνο τους. Τότε τα κανάλια είχαν λεφτά και συνεργεία να τρέξουν στους τόπους της γκρίνιας. Είχαν και περίσσευμα λυρισμού για να ντύσουν κάθε ρεπορτάζ.

Γενικώς, υπήρχε η ψευδαίσθηση ότι μπαίνοντας στην ΟΝΕ γίναμε αυτόματα Ευρωπαίοι· ότι είχαμε λύσει όλα τα οργανωτικά προβλήματα και το μόνο που απέμενε ήταν να απολαύσουμε τους καρπούς της προσπάθειάς μας. Μπορεί πάλι να οφείλεται και στο γεγονός ότι οι επαγγελματίες της γκρίνιας ήταν τότε στην αντιπολίτευση, ψέγοντας από καθέδρας τους πάντες, ενώ τώρα είναι στην κυβέρνηση.

Οπως και να έχει το ζήτημα πάντως, εκείνη η υπερβάλλουσα προσφορά διαμαρτυρίας από τα κανάλια οδήγησε να έχουμε έναν από τους ακριβότερους μηχανισμούς αποχιονισμού της Εθνικής Οδού στην Ευρώπη· ειδικά στο κομμάτι που είναι κοντά στην Αθήνα, δηλαδή στην εμβέλεια κάλυψης των πανελλαδικών καναλιών. Αυτή η σπατάλη είναι ορατή από τον δρόμο. Σε υπόστεγα βρίσκονται πανάκριβα μηχανήματα άχρηστα 365 μέρες τον χρόνο.

Σήμερα, λοιπόν, παρ’ όλο που ο πήχυς είναι τόσο χαμηλά, η κυβέρνηση αδυνατεί να τον περάσει. Δεν μπορεί κι αυτό το κατανοούν όλοι. Ακόμη κι εκείνοι που το 2015 πήγαν για τα πολλά και τώρα, το 2017, έχουν μια κυβέρνηση που δεν μπορεί να μεριμνήσει ούτε για τρεις μέρες κακοκαιρίας…

πηγή Καθημερινή

 

Ο Αρτέμης που πιστεύαμε.

 

mandrabelis_1

Άρθρο Πάσχου Μανδραβέλη.

Δεν πάει πολύς καιρός που στο φαντασιακό της ελληνικής κοινωνίας βασίλευε ένας άλλος Σώρρας και τον οποίο ελάχιστοι τολμούσαν να αμφισβητήσουν ως απατεώνα. Αυτός ήταν καθημερινά στα χείλη των Ελλήνων: «μα, πού είναι ο Αρτέμης;», «ο Αρτέμης πρέπει να μεριμνήσει», «ο Αρτέμης οφείλει να παρέμβει». Μόνο κάποιοι, κατά καιρούς, έλεγαν «δεν υπάρχει Αρτέμης», αλλά όχι αμφισβητώντας την παντοδυναμία του. Το ανέφεραν ως ψόγο στην αδιαφορία του.

Ο Αρτέμης που πιστεύαμε λεγόταν «κράτος» και τα αμύθητα δισ. που είχε θα έλυναν κάθε πρόβλημά μας. Οχι μόνο εκείνα που ήταν η δουλειά του να λύνει (κοινωνική πρόνοια, ασφάλεια, παιδεία), αλλά όλα, ακόμη κι εκείνα που προέκυπταν από τις δικές μας επιλογές. Ετσι φτιάχτηκαν οι αγρότες που είχαν εξασφαλισμένο το εισόδημα, ανεξαρτήτως αν επέμεναν σε καλλιέργειες που δεν ήθελε κανείς. Ετσι φτιάχτηκε και η αγορά με τους περισσότερους, αναλογικά, γιατρούς, δικηγόρους, μηχανικούς κ.λπ. στις χώρες του ΟΟΣΑ. Το κράτος ήταν εκεί να επιδοτήσει κάθε επιλογή των πολιτών του.

Υπάρχει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Το 2012, το ελβετικό φράγκο αποδεσμεύτηκε από την ισοτιμία του ευρώ, προς ζημία πολλών Ελλήνων που είχαν πάρει δάνεια με ρήτρα ελβετικού νομίσματος. Τα κόμματα έσπευσαν ρητορικώς να καθησυχάσουν τους δανειολήπτες. Δεν το έκανε μόνον ο ΣΥΡΙΖΑ· το έκανε και η Ν.Δ. που υποσχέθηκε πως «Ενας από τους πρώτους νόμους που θα κατατεθεί στη Βουλή, αμέσως μετά τις εκλογές, θα είναι αυτός που θα ρυθμίζει το ζήτημα που προέκυψε από τις συναλλαγματικές ισοτιμίες σε βάρος 70.000 δανειοληπτών, μετά τις εξελίξεις με το ελβετικό φράγκο». Τώρα γνωρίζουμε ότι το χρεοκοπημένο ελληνικό κράτος δεν μπορεί να βρει ένα επιπλέον δισ. ευρώ για να καλύψει και τους ατυχήσαντες δανειολήπτες σε ελβετικό φράγκο κι, επιπλέον, κάποια δισ. ακόμη για όσους κορόιδεψαν τα στελέχη της Aspis και έχασαν τα ασφαλιστικά τους συμβόλαια, όπως και τους μικροομολογιούχους του ελληνικού Δημοσίου που «κουρεύτηκε» η περιουσία τους. Το θέμα είναι ότι η αντίδραση των κομμάτων στα ξαφνικά γυρίσματα της αγοράς είναι η κλασική: Εδώ είναι το κράτος, περίπου σαν τον Αρτέμη, για να καλύψει τη ζημία σας. Να θυμηθούμε τις εκστρατείες «δεν χρωστάμε, δεν πληρώνουμε» στις οποίες πρωταγωνιστούσε ο ΣΥΡΙΖΑ με μπροστάρη τον νυν πρωθυπουργό, ο οποίος προέβλεπε κι ευχόταν ότι «ο δρόμος της ανυπακοής (σ.σ.: των τσαμπατζήδων) θα γίνει μαζικός, είτε το θέλουν είτε όχι αυτοί που μας κανοναρχούν το βράδυ από τα δελτία των ειδήσεων».

Είναι αξίωμα στην οικονομία πως όταν επιδοτείς κάτι μεγιστοποιείς την παραγωγή του. Και ο ελληνικός ανορθολογισμός επιδοτήθηκε πολύ και επί μακρόν. Ο θεσμικός Σώρρας του ελληνικού φαντασιακού έφτιαξε «επιδόματα έγκαιρης προσέλευσης στην εργασία». Επιδοτούσε «όλα τα κιλά, όλα τα λεφτά», ακόμη και κιλά που δεν υπήρχαν. Επιδότησε ακόμη και το «δικαίωμα» να προσληφθούν το 2007 δέκα χιλιάδες αγροφύλακες που δεν πρόκαμαν να προσληφθούν το 1993· τους προσέλαβε το 2007 και οι οποίοι από το 2008 άρχισαν να βγαίνουν στη σύνταξη.

Το φαινόμενο Σώρρα δεν είναι κεραυνός εν αιθρία. Είναι παράγωγο της επί μακρόν καλλιεργημένης αντίληψης στην Ελλάδα, ότι οικονομική πολιτική είναι ένα λεφτόδενδρο κάπου εκεί έξω, και το μόνο που πρέπει να κάνουν οι πολίτες είναι να πιστέψουν και να εκλέξουν πολιτικούς με μακριά χέρια, για να μπορούν να συλλέγουν τους καρπούς του μη μόχθου τους…

πηγή Καθημερινή